- τρυπημάτων
- τρύπημαthat which is boredneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βελονιά — η 1. τρύπημα με βελόνα 2. απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών τρυπημάτων υφάσματος με βελόνα 3. είδος ραφής με βελόνα («πυκνή...» «αραιή βελονιά») 4. κέντημα, ποίκιλμα 5. οξύς και σύντομος πόνος («νιώθω βελονιές στα πόδια μου») … Dictionary of Greek